- βρώμικος
- 1) brudny przym.2) niechlujny przym.3) plugawy przym.4) sprośny przym.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
υπερβρωμικός — ή, ό, Ν φρ. «υπερβρωμικό οξύ» χημ. οξυγονούχο οξύ τού βρώμιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + βρωμικός (< βρώμιο)] … Dictionary of Greek